-
1 πρανή
πρανήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρανήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρανήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic doric aeolic)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 πρανῆ
πρανήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρανήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρανήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic doric aeolic)πρᾱνῆ, πρηνήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 τρεχω
дор. τράχω (fut. δρᾰμοῦμαι - ион. δραμέομαι, aor. 2 ἔδρᾰμον - Eur., Arph. ἔθρεξα, pf. δεδράμηκα)1) бежать, бегать(βαδίζειν καὴ τ. Plat.)
οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος погов. NT. — (это не во власти) ни хотящего, ни бегущего, т.е. ни единого человека2) пробегать(πρανῆ καὴ ὄρθια Xen.)
τ. ῥόθια Eur. — проноситься по волнам3) бегом устремляться, набегать(εἰς τοὺς πολεμίους Xen.)
ἐπὴ καρδίαν ἔδραμε (v. l. δράμε) σταγών Aesch. — кровь хлынула к сердцу4) быстро кружиться(πόδεσσι Hom.)
τὸ τρὺπανον τρέχει Hom. — бурав вращается5) ( о бегунах) состязатьсяτ. στάδιον Plut. — состязаться в беге;
εἰς κενὸν τ. NT. — напрасно суетиться6) быть вовлекаемым, подвергаться:(ἀγῶνα) τ. περί τινος Her. бороться за что-л.; δραμεῖν φόνου πέρι Eur. подвергнуться преследованию за убийство; τ. τέν ἐσχάτην Polyb. подвергаться крайней опасности; παρ΄ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Her. за исключением одного состязания, он (во всех прочих) одержал победу
-
4 πρόσθιος
A foremost, opp. ὀπίσθιος, οἱ π. πόδες (v.l. for ἐμπρ- ) the fore-feet, Hdt.2.69;π. πούς X.Cyn.9.19
, etc.; τὰ π. κῶλα (v.l. for ἐμπρ-) Pl.Ti. 91e, etc.;τὰ π. σκέλη Arist.PA 688a3
; freq. τὰ π. alone, the front parts, opp. τὰ ὀπίσθια, Id.HA 493a11, al.; opp. τὰ πρανῆ, Id.GA 720a14; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting the fore-feet to my hands, E.Rh. 210;οἱ π. ὀδόντες Arist.HA 501a13
, al.; σιαγόνες δύο, τὸ π. γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς ib. 492b22; τοῦ χοροῦ (prob. for τοὺς χοροὺς) τοὺς π. the front row of teeth, Ar.Ra. 548 (lyr.);π. θρίξ Achae.10.2
; π. τραύματα wounds in front, AP9.279 (Bass.); οἱ κίονες οἱ π., ὁ π. τοῖχος, the front row of columns, wall, IG22.1682.4, 1668.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθιος
-
5 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
6 ὕπτιος
A laid on one's back, freq. in Hom., esp. of one falling backwards, opp.πρηνής, πολλοὶ δὲ πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον Il.11.179
;ὁ δ' ὕ. ἐν κονίῃσι.. πέσε 15.434
, cf. 4.522, al., S.OT 811;τὸν δ' ὕ. ὦσ' ἀπὸ δουρός Il.16.863
; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕ., ἄλλοτε δὲ πρηνής, of Achilles in his grief, 24.11; ὕ. ἀποθανέειν to die lying on one's back, Hdt.4.190;ῥέγκει.. ὕ. Ar.Eq. 104
;ὕπτιον καθεύδειν οὐδενὶ βέλτιόν ἐστιν Diocl. Fr.141
;κατεκλίνη ὕ. Pl.Phd. 117e
, cf. Sor.2.87, al., Gal.18(2).56, al.;ὑ. ἀνατετραμμένος Pl.Euthd. 278c
; of a quadruped, ὀρθοῦ ἑστεῶτος.. καὶ ὑπτίου standing upright and lying on its back, Hdt.2.38, cf. AP5.202 (Asclep.).II ὕ. μέρη, in animals, the under parts, i.e. the belly, opp. τὰ πρανῆ (the upper parts, the back), Arist. PA 658a16, al., cf.πρανής 11
: hence Thphr.HP1.10.2, 3.14.2 uses ὕπτιος of the smoother upper surface of leaves, opp. πρανής of the rougher and under: γαστὴρ ὑ. the belly uppermost, E.Cyc. 326; of the hand, ἐκτείνειν τὴν χεῖρ' ὑ. to hold out the hand with the under side uppermost, to hold out the hollow of the hand, so as to receive something, Ar.Ec. 782;τὴν χεῖρα νῦν μὲν ὑ., νῦν δὲ πρηνῆ προτείνας Plu.Tim.11
;τῆς χειρὸς ὑ. τὸ μέσον Id.Crass.18
;ὑ. ταῖς χερσὶν ὑποδέχεσθαί τι Philostr.Im.1.6
;ἐδέξαντο ὑπτίαις χερσὶ τὸν τῶν πολεμίων στρατόν Procop.Goth.3.16.19
;οὐλὴ καρπῷ δεξιῷ ὑπτίῳ PLond. 2.259.81
(i A. D.); also ὑ. τὰς χεῖρας ἀνατείνειν lift the upturned hands in prayers, Plu.Comp.Phil.Flam.2, cf. Philostr.Im.2.1;ταῖς χερσὶν ὑπτίαις διαλέγεσθαι D.Chr.33.52
; ἐξ ὑπτίας νεῖν swim or float on one's back, Ar.Fr. 665, Pl.R. 529c.III generally, of anything turned downside up, πάλος ἐξ ὑπτίου 'πήδησεν.. κράνους from the upturned helmet, with the hollow uppermost, A.Th. 459 (cf. Il.7.176); παράθες νυν ὑ. αὐτὴν ἐμοί (sc. τὴν ἀσπίδα) Ar.Ach. 583, cf. Lys. 185, Th.7.82; ἁψῖδος ἥμισυ ὕπτιον a half-wheel with the concave side uppermost, Hdt.4.72; but κύλιξ ὑ. a cup with the bottom uppermost, Ar.Lys. 195; ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται he sails with the benches upside down, i.e. suffers shipwreck, S.Ant. 716;κεῖσθαι ὥσπερ γάμμα ὕ. X.Oec.19.9
;σχαλίδες Id.Cyn.6.7
; περιφέρεια κοίλη καὶ ὑ., opp. πρηνὴς καὶ κυρτή, Arist.Mete. 350a11.2 ἐξ ὑπτίας ἀνάπαλιν διανεῖν τὸν λόγον trace the argument backwards from the conclusion, Pl.Phdr. 264a, cf. Herm. in Phdr.p.187A.; ἐξ ὑπτίας backwards, in reverse order,ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐπὶ τὰ πρῶτα ἐπανιόντες Dam.Pr.81
;ἐξ ὑπτίας χωροῦντες Procl.Hyp.7.57
.IV of land, flat, horizontal, Hdt.2.7, Thphr.CP5.12.7, App.BC4.2, Mith.42, Ael.NA16.15, Plu. 2.193e, 530a;ἐν ὑπτίῳ τοῦ ὄρους Paus.8.13.1
; ὕ. μᾶλλον ἢ ὄρθιος, of a flight of shallow steps, Luc.Hipp.5; of the sea, smooth, Philostr. Im.2.17, Lib.Descr.7.5.V metaph., supine, lazy, careless, Aristid. Or.31(11).5, Id.2.112J., Poll.1.158, etc.; ἔστω.. μὴ ὕ. ὁ τράχηλος his neck should not be relaxed, Zeno Stoic.1.58;δεῖ αὐτῷ καὶ αὐχένος ὀρθοῦ καὶ βλέμματος οὐχ ὑπτίου Lib.Or.64.103
;προσφέρομαι τῶν αὐστηρῶν τι.. ὅταν αἴσθωμαί ποθ' ὕ. [τὸν στόμαχον] γεγονότα καὶ πλησίον ἥκοντα ναυτίας Gal.6.601
, cf. 15.460; of language, flat, tedious, D.H.Isoc. 15, Din.8, Hermog.Stat.3, etc. Adv., ὑπτίως ἔχειν to be flat and dull, Ph.1.305;ὑ. καὶ οὐ ποιητικῶς ᾖσεν Philostr.Her.2.19
.
См. также в других словарях:
πρανῆ — πρανής with the face downwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρανής with the face downwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρανής with the face downwards masc/fem acc sg (attic epic doric) πρᾱνῆ , πρηνής with the face… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
αναβαθμίδωση ή αναβαθμίδες — Όρος που στη γεωμορφολογία σημαίνει διάταξη του εδάφους σε μία ή περισσότερες α. (διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα) που μοιάζουν με μεγάλα φυσικά σκαλοπάτια. Τα αίτια που προκαλούν την α. οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως με τη συνδρομή… … Dictionary of Greek
πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
νησί — Τμήμα ξηράς που περιβάλλεται από νερά, είτε ωκεανού είτε θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Διακρίνουμε ένα ν. από μια ήπειρο από το μέγεθος: π.χ. η Γροινλανδία είναι νησί, ενώ η Αυστραλία θεωρείται ήπειρος. Στις συστηματικές ταξινομήσεις των νησιών… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
πρανής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που είναι προς τα εμπρός ή προς τα κάτω κεκλιμένος, κατηφορικός, κατωφερής 2. (το ουδ. εν. και πληθ.) το πρανές και τα πρανή (γεωγρ·) η κλιτύς, η πλαγιά λόφου ή όρους νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. στρ. η ομαλή πέρα από την τάφρο… … Dictionary of Greek